- μαλακοπτυχής
- μαλακοπτυχής, -ές (Α)(αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + -πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισο-πτυχής, περι-πτυχής].
Dictionary of Greek. 2013.